-
1 κύμβαχος
A head-foremost, tumbling,ἔκπεσε δίφρου κύμβαχος ἐν κονίῃσιν Il.5.586
;κ. ἐπ' ὤμους Hld.10.30
, cf. Lyc.66, Eust.584.16.II Subst., ὁ, crown of a helmet,κόρυθος.. ἱπποδασείης κ. ἀκρότατος Il.15.536
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κύμβαχος
См. также в других словарях:
κύμβαχος — κύμβαχος, ον (Α) 1. αυτός που πέφτει προς τα κάτω με το κεφάλι («ἔκπεσε δίφρου κύμβαχος ἐν κονίῃσιν», Ομ. Ιλ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κύμβαχος το ακρότατο σημείο τής περικεφαλαίας, ο κώνος της, στον οποίο στηριζόταν το λοφίο («κόρυθος...… … Dictionary of Greek